cope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

cope (en)

  1. αντιμετωπίζω μια κατάσταση, αντεπεξέρχομαι (π.χ. τις οικονομικές δυσκολίες)
    ελληνικές εκφράσεις: τα φέρνω βόλτα, κάπως την παλεύω, τα βολεύω