cope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
cope (en)
- αντιμετωπίζω μια κατάσταση, αντεπεξέρχομαι (π.χ. τις οικονομικές δυσκολίες)
- ελληνικές εκφράσεις: τα φέρνω βόλτα, κάπως την παλεύω, τα βολεύω