ταιριασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταιριασμένος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος ταιριάζω.
Μετοχή[επεξεργασία]
|}