bring down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας bring down
γ΄ ενικό ενεστώτα brings down
αόριστος brought down
παθητική μετοχή brought down
ενεργητική μετοχή bringing down

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bring down < → δείτε τις λέξεις bring και down

Ρήμα[επεξεργασία]

bring down (en)

  1. ρίχνω, κάνω κάποιον να χάσει την εξουσία ή νικώ κάποιον
    They brought down the government.
    Έριξαν την κυβέρνηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη overthrow
  2. ρίχνω, κάνω ένα αεροσκάφος να πέσει από τον ουρανό
    He brought down an enemy plane.
    Έριξε ένα εχθρικό αεροπλάνο.

Πηγές[επεξεργασία]