bring before

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας bring before
γ΄ ενικό ενεστώτα brings before
αόριστος brought before
παθητική μετοχή brought before
ενεργητική μετοχή bringing before

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bring before < → δείτε τις λέξεις bring και before

Ρήμα[επεξεργασία]

bring before (en)

  • (επίσημο) εισάγω, φέρνω, παρουσιάζω κάποιον ή κάτι για συζήτηση ή κρίση
    Your case will be brought before the Court of Appeals.
    Η υπόθεσή σου θα εισαχθεί στο Εφετείο.
    She brought the bill before Parliament.
    Έφερε ένα νομοσχέδιο στη Βουλή.

Πηγές[επεξεργασία]