ἀπάγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀπάγω
- οδηγώ κάτι μακριά, αρπάζω
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 278
- αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
- φέρνουν αυτοί δικά τους βόδια, δικά τους πρόβατα παχιά,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 278
- αφαιρώ, μετακινώ
- φέρνω πίσω, φέρνω στην πατρίδα
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 370
- τὸν δ᾽ ἄρα τῆος ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων.
- κι όμως αυτόν σώο τον έφερε στο σπίτι σίγουρα κάποιος δαίμονας.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τὸν δ᾽ ἄρα τῆος ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 370
- οδηγώ μακριά, αποσύρω
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 41.6
- ἐκ ταύτης τῆς πόλιος πλανῶνται πολλοὶ ἄλλοι ἐς ἄλλας πόλις, ἀνορύξαντες δὲ τὰ ὀστέα ἀπάγουσι καὶ θάπτουσι ἐς ἕνα χῶρον πάντες.
- Απ᾽ αυτή την πόλη ξεκινούν πολλοί για τις άλλες πόλεις, και αφού ξεθάψουν τα οστά, τα πηγαίνουν και τα θάβουν όλοι σε ένα χώρο.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐκ ταύτης τῆς πόλιος πλανῶνται πολλοὶ ἄλλοι ἐς ἄλλας πόλις, ἀνορύξαντες δὲ τὰ ὀστέα ἀπάγουσι καὶ θάπτουσι ἐς ἕνα χῶρον πάντες.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 65.3
- ὁ δέ, εἴτε καὶ διὰ τὸ ἐπιβόημα εἴτε καὶ αὐτῷ ἄλλο τι ἢ κατὰ τὸ αὐτὸ δόξαν ἐξαίφνης, πάλιν τὸ στράτευμα κατὰ τάχος πρὶν ξυμμεῖξαι ἀπῆγεν.
- Ο Άγις, είτε εξαιτίας της φωνής αυτής, είτε επειδή ο ίδιος είχε αλλάξει γνώμη, ξαφνικά απέσυρε τον στρατό του προτού αρχίσει συμπλοκή.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ὁ δέ, εἴτε καὶ διὰ τὸ ἐπιβόημα εἴτε καὶ αὐτῷ ἄλλο τι ἢ κατὰ τὸ αὐτὸ δόξαν ἐξαίφνης, πάλιν τὸ στράτευμα κατὰ τάχος πρὶν ξυμμεῖξαι ἀπῆγεν.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 11.18
- ἐπειδὰν δὲ ταῦτα γένηται, ὁ παῖς ἐξαλίσας τὸν ἵππον οἴκαδε ἀπάγει,
- Όταν τελειώσουν αυτές οι ασκήσεις, ο υπηρέτης μου βάζει το άλογο να κυλιστεί πάνω στην άμμο και το οδηγεί στο σπίτι,
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐπειδὰν δὲ ταῦτα γένηται, ὁ παῖς ἐξαλίσας τὸν ἵππον οἴκαδε ἀπάγει,
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 41.6
- πληρώνω, καταβάλω χρήματα
- απαγάγω
- συλλαμβάνω και οδηγώ με τη βία
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 2.30
- καὶ ὑμεῖς δὲ οἱ λοχαγοί τε καὶ οἱ μετὰ τούτων τεταγμένοι, ἀνίστασθε, καὶ λαβόντες ἀπαγάγετε τοῦτον ἔνθα εἴρηται.
- Εσείς οι λοχαγοί κι οι βοηθοί τους σηκωθείτε, πιάστε τον κι οδηγήστε τον εκεί που είπαμε
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- καὶ ὑμεῖς δὲ οἱ λοχαγοί τε καὶ οἱ μετὰ τούτων τεταγμένοι, ἀνίστασθε, καὶ λαβόντες ἀπαγάγετε τοῦτον ἔνθα εἴρηται.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 2.30
- οδηγώ κάποιον μπροστά σε αρμόδιο αξιωματούχο και του απαγγέλω κατηγορία
- οδηγώ κάποιον στη φυλακή
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Ἐρατοσθένους, 52
- ἐλθὼν μετὰ τῶν συναρχόντων εἰς Σαλαμῖνα καὶ Ἐλευσῖνάδε τριακοσίους τῶν πολιτῶν ἀπήγαγεν εἰς τὸ δεσμωτήριον, καὶ μιᾷ ψήφῳ αὐτῶν ἁπάντων θάνατον κατεψηφίσατο.
- πέρασε με τους συνεργάτες του στη Σαλαμίνα και μετά στην Ελευσίνα και εκεί έκλεισε στη φυλακή τριακόσιους πολίτες και με μια κοινή ψήφο τούς καταδίκασε όλους σε θάνατο.
- Μετάφραση (1977): Νίκος Χουρμουζιάδης @greek‑language.gr
- ἐλθὼν μετὰ τῶν συναρχόντων εἰς Σαλαμῖνα καὶ Ἐλευσῖνάδε τριακοσίους τῶν πολιτῶν ἀπήγαγεν εἰς τὸ δεσμωτήριον, καὶ μιᾷ ψήφῳ αὐτῶν ἁπάντων θάνατον κατεψηφίσατο.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Ἐρατοσθένους, 52
- (για συζήτηση) εκτρέπω τη συζήτηση μακριά από το συζητούμενο θέμα, παρεκκλίνω από το κυρίως θέμα
- αφαιρώ, αποχωρίζω
- κρατάω, φέρω
- (αμετάβατο) αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι
- (για λογική, συλλογισμό) αποδεικνύω έμμεσα
- (ελληνιστική σημασία) οδηγώ έναν διαφωνούντα συνομιλητή σε κάποια κατεύθυνση, καταλήγω σε συμπέρασμα με την εις άτοπον απαγωγή
- (προστακτική ως επίρρ.) (ἄπαγε) φύγε, χάσου, ξεκουμπίσου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Αριστοφάνης, Ἱππῆς, 1151
- ἄπαγ᾽ ἐς μακαρίαν ἐκποδών.
- Άι στα κομμάτια κι άσε μας ήσυχους!
- Μετάφραση (2005), Ηλίας Σπυρόπουλος @greek‑language.gr
- ἄπαγ᾽ ἐς μακαρίαν ἐκποδών.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Αριστοφάνης, Ἱππῆς, 1151
- (στη μέση φωνή) παίρνω μαζί μου ή για τον εαυτό μου
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 80.5
- καὶ Σιτάλκης μὲν παραλαβὼν τὸν ἀδελφεὸν ἀπήγετο, Σκύλεω δὲ Ὀκταμασάδης αὐτοῦ ταύτῃ ἀπέταμε τὴν κεφαλήν.
- Κι ο Σιτάλκης πήρε τον δικό του αδερφό και τον οδήγησε στη χώρα του, όμως ο Οκταμασάδης έκοψε το κεφάλι του Σκύλη επιτόπου.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ Σιτάλκης μὲν παραλαβὼν τὸν ἀδελφεὸν ἀπήγετο, Σκύλεω δὲ Ὀκταμασάδης αὐτοῦ ταύτῃ ἀπέταμε τὴν κεφαλήν.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 196.4
- ἐκδοῦναι δὲ τὴν ἑωυτοῦ θυγατέρα ὅτεῳ βούλοιτο ἕκαστος οὐκ ἐξῆν οὐδὲ ἄνευ ἐγγυητέω ἀπαγαγέσθαι τὴν παρθένον πριάμενον, ἀλλ᾽ ἐγγυητὰς χρῆν καταστήσαντα ἦ μὲν συνοικήσειν αὐτῇ, οὕτω ἀπάγεσθαι·
- Δεν είχε το δικαίωμα ο κάθε πατέρας να παντρέψει την κόρη του με όποιον αυτός ήθελε· κι εκείνος πάλι που αγόραζε μια κοπέλα, δεν μπορούσε να την πάρει σπίτι του δίχως εγγυητή, αλλά όφειλε να βρει πρώτα εγγυητές πως πράγματι θα την παντρευόταν, και έτσι μονάχα είχε το δικαίωμα να την πάρει σπίτι του.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐκδοῦναι δὲ τὴν ἑωυτοῦ θυγατέρα ὅτεῳ βούλοιτο ἕκαστος οὐκ ἐξῆν οὐδὲ ἄνευ ἐγγυητέω ἀπαγαγέσθαι τὴν παρθένον πριάμενον, ἀλλ᾽ ἐγγυητὰς χρῆν καταστήσαντα ἦ μὲν συνοικήσειν αὐτῇ, οὕτω ἀπάγεσθαι·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 80.5
- (στη μέση φωνή) παντρεύομαι
- (στην παθητική φωνή) οδηγούμαι (πχ. στη φυλακή, στο θάνατο)
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 169.2
- καὶ δὴ τότε συμβαλὼν ἑσσώθη καὶ ζωγρηθεὶς ἀπήχθη ἐς Σάϊν πόλιν, ἐς τὰ ἑωυτοῦ οἰκία πρότερον ἐόντα, τότε δὲ Ἀμάσιος ἤδη βασιλήια.
- Μολοντούτο, νικήθηκε στη μάχη, πιάστηκε αιχμάλωτος και οδηγήθηκε στην πόλη Σάιδα, στα ανάκτορα που άλλοτε ήταν δικά του και τώρα του Άμαση.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ δὴ τότε συμβαλὼν ἑσσώθη καὶ ζωγρηθεὶς ἀπήχθη ἐς Σάϊν πόλιν, ἐς τὰ ἑωυτοῦ οἰκία πρότερον ἐόντα, τότε δὲ Ἀμάσιος ἤδη βασιλήια.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 169.2
[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη ἄγω
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀπάγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπάγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα ἀπ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)