απομακρύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απομακρύνομαι: παθητική φωνή του ρήματος απομακρύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]απομακρύνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απομακρύνω
- πάω κάπου (πιο) μακριά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομακρύνομαι | απομακρυνόμουν(α) | θα απομακρύνομαι | να απομακρύνομαι | απομακρυνόμενος | |
β' ενικ. | απομακρύνεσαι | απομακρυνόσουν(α) | θα απομακρύνεσαι | να απομακρύνεσαι | (απομακρύνου) | |
γ' ενικ. | απομακρύνεται | απομακρυνόταν(ε) | θα απομακρύνεται | να απομακρύνεται | ||
α' πληθ. | απομακρυνόμαστε | απομακρυνόμαστε απομακρυνόμασταν |
θα απομακρυνόμαστε | να απομακρυνόμαστε | ||
β' πληθ. | απομακρύνεστε | απομακρυνόσαστε απομακρυνόσασταν |
θα απομακρύνεστε | να απομακρύνεστε | (απομακρύνεστε) | |
γ' πληθ. | απομακρύνονται | απομακρύνονταν απομακρυνόντουσαν |
θα απομακρύνονται | να απομακρύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομακρύνθηκα | θα απομακρυνθώ | να απομακρυνθώ | απομακρυνθεί | ||
β' ενικ. | απομακρύνθηκες | θα απομακρυνθείς | να απομακρυνθείς | απομακρύνσου | ||
γ' ενικ. | απομακρύνθηκε | θα απομακρυνθεί | να απομακρυνθεί | |||
α' πληθ. | απομακρυνθήκαμε | θα απομακρυνθούμε | να απομακρυνθούμε | |||
β' πληθ. | απομακρυνθήκατε | θα απομακρυνθείτε | να απομακρυνθείτε | απομακρυνθείτε | ||
γ' πληθ. | απομακρύνθηκαν απομακρυνθήκαν(ε) |
θα απομακρυνθούν(ε) | να απομακρυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απομακρυνθεί | είχα απομακρυνθεί | θα έχω απομακρυνθεί | να έχω απομακρυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις απομακρυνθεί | είχες απομακρυνθεί | θα έχεις απομακρυνθεί | να έχεις απομακρυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απομακρυνθεί | είχε απομακρυνθεί | θα έχει απομακρυνθεί | να έχει απομακρυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απομακρυνθεί | είχαμε απομακρυνθεί | θα έχουμε απομακρυνθεί | να έχουμε απομακρυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απομακρυνθεί | είχατε απομακρυνθεί | θα έχετε απομακρυνθεί | να έχετε απομακρυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απομακρυνθεί | είχαν απομακρυνθεί | θα έχουν απομακρυνθεί | να έχουν απομακρυνθεί |