subside

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας subside
γ΄ ενικό ενεστώτα subsides
αόριστος subsided
παθητική μετοχή subsided
ενεργητική μετοχή subsiding

Ρήμα[επεξεργασία]

subside (en)

  1. (αμετάβατο) καταλαγιάζω, κοπάζω, πέφτω
    He waited until the exictement subsided.
    Περίμενε ώσπου να καταλαγιάσει η έξαψη.
    When his anger subsided
    Όταν κόπασε ο θυμός του…
    The storm subsided.
    Η θύελλα κόπασε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abate
  2. (αμετάβατο) υποχωρώ, για νερά
    When the flood waters subsided
    Όταν υποχώρησαν τα νερά από τις πλημμύρες…
  3. (αμετάβατο) υποχωρώ, για έδαφος ή κτήριο
    The road to Corinth subsided in many places.
    Ο δρόμος προς την Κόρινθο υποχώρησε σε πολλά σημεία.
    The foundations of our house subsided.
    Τα θεμέλια του σπιτιού μας υποχώρησαν.

Πηγές[επεξεργασία]