retreat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
retreat retreats

retreat (en)

  1. υποχώρηση
  2. στρατιωτικό σήμα για υποχώρηση
  3. τελετή για την έπαρση της σημαίας
  4. μεταβολή, στροφή επί τόπου
  5. τόπος αναψυχής με γαλήνιο, ήσυχο περιβάλλον
  6. περίοδος απόσυρσης και αυτοσυγκέντρωσης

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας retreat
γ΄ ενικό ενεστώτα retreats
αόριστος retreated
παθητική μετοχή retreated
ενεργητική μετοχή retreating

retreat (en)

  • υποχωρώ εν όψει κάποιου κινδύνου ή γενικά μιας δυσάρεστης κατάστασης