retreat
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
retreat | retreats |
retreat (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | retreat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | retreats |
αόριστος | retreated |
παθητική μετοχή | retreated |
ενεργητική μετοχή | retreating |
retreat (en)