έπαρση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έπαρση | οι | επάρσεις |
γενική | της | έπαρσης & επάρσεως |
των | επάρσεων |
αιτιατική | την | έπαρση | τις | επάρσεις |
κλητική | έπαρση | επάρσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έπαρση < ελληνιστική κοινή ἔπαρσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έπαρση θηλυκό
- ανύψωση
- αλαζονεία
- παρά την μετριότητά του έχει μια έπαρση
- ≈ συνώνυμα: (αυτοθαυμασμός), καύχηση, κλασαυχενισμός, κομπασμός, κόρδωμα, ξιπασιά, υπερηφάνεια, υπεροψία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έπαρση