έπαρση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έπαρση οι επάρσεις
      γενική της έπαρσης* των επάρσεων
    αιτιατική την έπαρση τις επάρσεις
     κλητική έπαρση επάρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επάρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έπαρση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔπαρ(σις) (αρχαία σημασία: φούσκωμα) + -ση [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.paɾ.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐παρ‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έπαρση θηλυκό

  1. η ανύψωση
    έπαρση της σημαίας
     αντώνυμα: υποστολή
  2. η αλαζονεία
    Παρά την μετριότητά του έχει μια έπαρση.
     συνώνυμα: ξιπασιά,υπεροψία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]