Μετάβαση στο περιεχόμενο

withdraw

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας withdraw
γ΄ ενικό ενεστώτα withdraws
αόριστος withdrew
παθητική μετοχή withdrawn
ενεργητική μετοχή withdrawing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

withdraw (en)

  1. (μεταβατικό) αποσύρω, βγάζω χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό ή σύστημα
    παράδειγμα  We withdrew money from the bank.
    Απέσυρα χρήματα από την τράπεζα.
    παράδειγμα  They will withdraw the banknotes from circulation.
    Θα αποσύρουν τα χαρτονομίσματα από την κυκλοφορία.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποσύρω, αποχωρώ από ένα μέρος ή μια κατάσταση· κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
    παράδειγμα  The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
    Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
    παράδειγμα  The enemy began to withdraw their troops.
    Ο εχθρός άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά του.
    παράδειγμα  Our troops withdrew from Cyprus.
    Τα στρατεύματά μας αποχώρησαν από την Κύπρο.
  3. (μεταβατικό, επίσημο) αποσύρω, λέω ότι δεν πιστεύω πλέον ότι κάτι που είπα προηγουμένως είναι αλήθεια
    παράδειγμα  I am withdrawing the complaint.
    Αποσύρω τη μήνυση.