Fähigkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Fähigkeit | die Fähigkeiten |
γενική | der Fähigkeit | der Fähigkeiten |
δοτική | der Fähigkeit | den Fähigkeiten |
αιτιατική | die Fähigkeit | die Fähigkeiten |
Fähigkeit (de) θηλυκό