don

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

don (en)

  1. πανεπιστημιακός καθηγητής, ιδίως της Οξφόρδης ή του Καίμπριτζ
  2. αρχηγός της Μαφίας

Ρήμα[επεξεργασία]

don (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

don < λατινική donum
don < ισπανική don < λατινική dominus

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
don dons

don (fr) αρσενικό

  1. η δωρεά
  2. το ταλέντο, το χάρισμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

don (fr) αρσενικό

  1. ο δον, ισπανικός τίτλος ευγενείας