don
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
don (en)
- πανεπιστημιακός καθηγητής, ιδίως της Οξφόρδης ή του Καίμπριτζ
- αρχηγός της Μαφίας
Ρήμα[επεξεργασία]
don (en)
- φορώ (ρούχα)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
don | dons |
don (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
don (fr) αρσενικό