dominus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dominus < domus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dṓm < *demh- (χτίζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdo.mi.nus/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dominus (la) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dominus | dominī |
γενική | dominī | dominōrum |
δοτική | dominō | dominīs |
αιτιατική | dominum | dominōs |
κλητική | domine | dominī |
αφαιρετική | dominō | dominīs |