Μετάβαση στο περιεχόμενο

bonus

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bonus bonuses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bonus < λατινική bonus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbəʊ.nəs/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈboʊ.nəs/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bonus (en)

  1. το μπόνους, το πριμ, το επιμίσθιο, επιπλέον αμοιβή που δίνεται σε υπάλληλο
      I was awarded a bonus for my work performance.
    Μου απονεμήθηκε μπόνους για την απόδοσή μου στη δουλειά.
  2. το επιπλέον πλεονέκτημα
      Being able to walk to work is a bonus of the new job.
    Το ότι μπορώ να πηγαίνω με τα πόδια στη δουλειά είναι ένα επιπλέον πλεονέκτημα της νέας δουλειάς.



ενικός πληθυντικός
bonus bonus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bonus (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. το μπόνους
  2. η μείωση των ασφάλιστρων αυτοκινήτου που αποδίδεται σε οδηγό που δεν είχε ατύχημα
     αντώνυμα: malus

Επίθετο

[επεξεργασία]

bonus (la)

  1. καλός
  2. γενναίος
  3. σωστός
  4. έγκυρος
  5. υγιής

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική bonus bona bonum bonī bonae bona
γενική bonī bonae bonī bonōrum bonārum bonōrum
δοτική bonō bonae bonō bonīs bonīs bonīs
αιτιατική bonum bonam bonum bonōs bonās bona
κλητική bone bona bonum bonī bonae bona
αφαιρετική bonō bonā bonō bonīs bonīs bonīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)
bonus-bona-bonum
melior-melior-melius
optimus-optima-optimum