bonus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bonus (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bonus | bonus |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bonus (fr) αρσενικό άκλιτο
- το μπόνους
- μείωση των ασφάλιστρων αυτοκινήτου που αποδίδεται σε οδηγό που δεν είχε ατύχημα
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bonus (la)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | bonus | bona | bonum | bonī | bonae | bona |
γενική | bonī | bonae | bonī | bonōrum | bonārum | bonōrum |
δοτική | bonō | bonae | bonō | bonīs | bonīs | bonīs |
αιτιατική | bonum | bonam | bonum | bonōs | bonās | bona |
κλητική | bone | bona | bonum | bonī | bonae | bona |
αφαιρετική | bonō | bonā | bonō | bonīs | bonīs | bonīs |
bonus-bona-bonum |
melior-melior-melius |
optimus-optima-optimum
|