boni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boni < bon- + -i
ρήμα boni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας bonas bonanta bonata
αόριστος bonis boninta bonita
μέλλοντας bonos bononta bonota
υποθετική bonus - -
προστακτική bonu - -

boni (eo)


Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

boni (io)