capacité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
capacité | capacités |
capacité (fr) θηλυκό
- η ικανότητα, η δεξιότητα
- η χωρητικότητα
ενικός | πληθυντικός |
capacité | capacités |
capacité (fr) θηλυκό