clarté
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- clarté < clarité < λατινική claritas
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
clarté (fr) θηλυκό
- το φως
- la clarté du jour - το φως της ημέρας
- la clarté du soleil m'éblouit - το φως του ήλιου με θαμπώνει
- ≈ συνώνυμα: lueur, éclat
- ≠ αντώνυμα: obscurité, ombre
- η διαύγεια
- la clarté de l'eau - η διαύγεια του νερού
- la clarté du verre - η διαύγεια του γυαλιού
- clarté de l'esprit - διαύγεια του πνεύματος
- ≈ συνώνυμα: limpidité
- ≠ αντώνυμα: opacité, obscurité
- η ευκρίνεια, η σαφήνεια
- parler, écrire avec clarté - μιλώ, γράφω με σαφήνεια
- expliquer quelque chose avec une grande clarté - εξηγώ κάτι με μεγάλη ευκρίνεια/σαφήνεια
- ≈ συνώνυμα: netteté, précision
- ≠ αντώνυμα: confusion, trouble