opacité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
opacité (fr) θηλυκό
- η αδιαφάνεια
- η έλλειψη διαύγειας, ευκρίνειας