αδιαφάνεια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιαφάνεια < αρχαία ελληνική ἀδιαφάνεια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδιαφάνεια θηλυκό
- η ιδιότητα του αδιαφανούς, η έλλειψη διαφάνειας
- η αδιαφάνεια του υλικού αυτού
- η αδιαφάνεια των διαδικασιών εξοργίζει τους παρατηρητές