Μετάβαση στο περιεχόμενο

netteté

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
netteté nettetés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

netteté (fr) θηλυκό

  1. η ευκρίνεια
  2. η σαφήνεια
  3. η καθαρότητα