βιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιολογία | οι | βιολογίες |
γενική | της | βιολογίας | των | βιολογιών |
αιτιατική | τη | βιολογία | τις | βιολογίες |
κλητική | βιολογία | βιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Biologie ή γαλλική biologie < αρχαία ελληνική βιο- + -λογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιολογία θηλυκό
- επιστήμη η οποία ασχολείται με τη μελέτη όλων των ζωντανών οργανισμών
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
βιολογία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)