υποδύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποδύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποδύομαι[1], μέση φωνή του ὑποδύω < ὑπό {({π|υπο-}}) + δύω· ο συσχετισμός του ρήματος με την υποκριτική μάλλον οφείλεται στο ότι ο υποκριτής κρύβει το πρόσωπό του κάτω από τη μάσκα και έτσι "βυθίζεται" κατά κάποιο τρόπο στον ρόλο του
Ρήμα[επεξεργασία]
υποδύομαι, πρτ.: υποδυόμουν, στ.μέλλ.: θα υποδυθώ, αόρ.: υποδύθηκα, μτχ. ενεστ.: υποδυόμενος
- παίζω έναν ρόλο σε θεατρικό , κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο, παριστάνω ένα πρόσωπο
- προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ υποδύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.