σεξουαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σεξουαλικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με το φύλο, την αναπαραγωγή και τη γενετήσια πράξη
- ο ερωτικά ελκυστικός