γενετήσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενετήσιος η γενετήσια το γενετήσιο
      γενική του γενετήσιου της γενετήσιας του γενετήσιου
    αιτιατική τον γενετήσιο τη γενετήσια το γενετήσιο
     κλητική γενετήσιε γενετήσια γενετήσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενετήσιοι οι γενετήσιες τα γενετήσια
      γενική των γενετήσιων των γενετήσιων των γενετήσιων
    αιτιατική τους γενετήσιους τις γενετήσιες τα γενετήσια
     κλητική γενετήσιοι γενετήσιες γενετήσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενετήσιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

γενετήσιος, -α, -ο

  1. που αναφέρεται στην σωματική ένωση αρσενικού και θηλυκού και την αναπαραγωγή
    γενετήσιο ένστικτο
  2. που αναφέρεται σε αναπαραγωγικά όργανα, συμπεριφορές ή ενδοκρινολογία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]