doen
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά
(nl)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
doen
(nl)
(
αόριστος
:
deed
,
παθ. μτχ.
:
gedaan
)
κάνω
Κατηγορίες
:
Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
Ολλανδική γλώσσα
Ρήματα (ολλανδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Čeština
Dansk
English
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Gàidhlig
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
日本語
한국어
Lëtzebuergesch
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
Монгол
Nederlands
Norsk
Polski
Português
Русский
Svenska
Тоҷикӣ
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
Tiếng Việt
中文