υποβάλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑποβάλλομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

υποβάλλομαι, π.αόρ.: υποβλήθηκα, (ενεργ.: υποβάλλω)