machen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmaxn̩/
 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

machen (de)

  1. κάνω
  2. φτιάχνω
    mach die Kameras fertig - ετοίμασε τις κάμερες