αποκάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκάνω < μεσαιωνική ελληνική αποκάνω < αρχαία ελληνική ἀποκάμνω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποκάνω
- κουράζομαι
- ※ Όλοι τους έχουν αποκάμει πια καθώς τους μαστιγώνει αλύπητα ο ήλιος και μόνο ο Ζούμπελος αδιαφορεί. (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
- (λαϊκότροπο) ολοκληρώνω κάτι