αποκάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκάνω < μεσαιωνική ελληνική αποκάνω < αρχαία ελληνική ἀποκάμνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκάνω

  1. κουράζομαι
    ※  Όλοι τους έχουν αποκάμει πια καθώς τους μαστιγώνει αλύπητα ο ήλιος και μόνο ο Ζούμπελος αδιαφορεί. (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
  2. (λαϊκότροπο) ολοκληρώνω κάτι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]