θηκάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηκάρι τα θηκάρια
      γενική του θηκαριού των θηκαριών
    αιτιατική το θηκάρι τα θηκάρια
     κλητική θηκάρι θηκάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηκάρι < θήκη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θiˈka.ɾi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηκάρι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]