ταγάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταγάρι | τα | ταγάρια |
γενική | του | ταγαριού | των | ταγαριών |
αιτιατική | το | ταγάρι | τα | ταγάρια |
κλητική | ταγάρι | ταγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταγάρι < μεσαιωνική ελληνική ταγάριον, υποκοριστικό του ταγή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταγάρι ουδέτερο
- υφασμάτινος σάκος, συνήθως πολύχρωμος, που κρεμιέται από τον ώμο
- σακίδιο με την τροφή των ζώων για τάισμα
- ο αφελής, ο αμύητος
- είσαι ταγάρι και σε έχουν πάρει στο ψιλό
Συγγενικά
[επεξεργασία]επώνυμα:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σακίδιο ώμου