σακίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σακίδιο | τα | σακίδια |
γενική | του | σακιδίου & σακίδιου |
των | σακιδίων |
αιτιατική | το | σακίδιο | τα | σακίδια |
κλητική | σακίδιο | σακίδια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σακίδιο ουδέτερο
- εκδρομικός σάκος με ιμάντες για να φορεθεί στην πλάτη