ταΐστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταΐστρα | οι | ταΐστρες |
γενική | της | ταΐστρας | των | ταϊστρών |
αιτιατική | την | ταΐστρα | τις | ταΐστρες |
κλητική | ταΐστρα | ταΐστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταΐστρα θηλυκό
- ειδική συσκευή ή σύστημα (ή απλώς κάποιο μέρος) όπου τοποθετούμε την τροφή ζώων ή πουλιών
- σάκος με την τροφή των υποζυγίων, που τον κρεμάμε από το λαιμό τους
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ταΐζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σάκος με την τροφή των υποζυγίων, που τον κρεμάμε από το λαιμό τους
|