σάκε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ένα ποτήρι σάκε σε παραδοσιακή βάση
Γιαπωνέζες που πίνουν σάκε

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάκε < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική (κάθε αλκοολούχο ποτό· το συγκεκριμένο που εννοείται είναι το 日本酒 [nihonshu] )

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάκε ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

σάκε αρσενικό