ζύμωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζύμωση οι ζυμώσεις
      γενική της ζύμωσης* των ζυμώσεων
    αιτιατική τη ζύμωση τις ζυμώσεις
     κλητική ζύμωση ζυμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζυμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζύμωση < αρχαία ελληνική ζύμωσις < ζυμόω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζύμωση θηλυκό

  1. το χημικό φαινόμενο κατά το οποίο πολυσύνθετες οργανικές ενώσεις μετασχηματίζονται σε άλλες απλούστερες με την επίδραση ενζύμων
  2. (μεταφορικά) ιδεολογική συζήτηση στο εσωτερικό ενός πολιτικού, κοινωνικού κλπ χώρου που προετοιμάζει την αλλαγή μιας κατάστασης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]