ζύμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζύμωση | οι | ζυμώσεις |
γενική | της | ζύμωσης* | των | ζυμώσεων |
αιτιατική | τη | ζύμωση | τις | ζυμώσεις |
κλητική | ζύμωση | ζυμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζυμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζύμωση < αρχαία ελληνική ζύμωσις < ζυμόω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζύμωση θηλυκό
- το χημικό φαινόμενο κατά το οποίο πολυσύνθετες οργανικές ενώσεις μετασχηματίζονται σε άλλες απλούστερες με την επίδραση ενζύμων
- (μεταφορικά) ιδεολογική συζήτηση στο εσωτερικό ενός πολιτικού, κοινωνικού κλπ χώρου που προετοιμάζει την αλλαγή μιας κατάστασης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζύμωση