γαιόσακος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαιόσακος οι γαιόσακοι
      γενική του γαιόσακου
γαιοσάκου
των γαιόσακων
γαιοσάκων
    αιτιατική τον γαιόσακο τους γαιόσακους
γαιοσάκους
     κλητική γαιόσακε γαιόσακοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαιόσακος < γαία + σάκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαιόσακος αρσενικό

  • σακί γεμισμένο με χώμα και άλλες ουσίες χαμηλής αξίας, το οποίο χρησιμοποιείται ως πρόχειρο οχύρωμα όταν χρειάζεται (π.χ. στον πόλεμο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]