δισάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δισάκι | τα | δισάκια |
γενική | του | δισακιού | των | δισακιών |
αιτιατική | το | δισάκι | τα | δισάκια |
κλητική | δισάκι | δισάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δισάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δισάκι(ν) / δισάκιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δισάκκιον < δι- + αρχαία ελληνική σακκίον / σακίον < σάκκος / σάκος < σημιτική
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈsa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σά‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δισάκι ουδέτερο
- διπλός σάκος που κρεμιόταν απ’ τον ώμο ή από το σαμάρι ενός ζώου
- ※ Τι έχει ο φτωχός να φοβηθεί, / σπίτι, ουρανός όπου σταθεί, / το δισάκι του στον ώμο, / για το δρόμο…
- Από το τραγούδι «Ξημερώνει», μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, στίχοι: Βαγγέλης Γκούφας
- ※ Τι έχει ο φτωχός να φοβηθεί, / σπίτι, ουρανός όπου σταθεί, / το δισάκι του στον ώμο, / για το δρόμο…
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σάκος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)