αμνιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμνιακός η αμνιακή το αμνιακό
      γενική του αμνιακού της αμνιακής του αμνιακού
    αιτιατική τον αμνιακό την αμνιακή το αμνιακό
     κλητική αμνιακέ αμνιακή αμνιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμνιακοί οι αμνιακές τα αμνιακά
      γενική των αμνιακών των αμνιακών των αμνιακών
    αιτιατική τους αμνιακούς τις αμνιακές τα αμνιακά
     κλητική αμνιακοί αμνιακές αμνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμνιακός < από το ουσιαστικό άμνιο

Επίθετο[επεξεργασία]

αμνιακός, -ή, -ό

  • που ανήκει στο άμνιο ή που έχει σχέση με αυτό
    • αμνιακός σάκος: κυστικός σχηματισμός που αποτελείται από το άμνιο και το χόριο, περιέχει το αμνιακό υγρό και περιβάλλει το έμβρυο
    • αμνιακό υγρό: το υγρό που περιέχεται στον αμνιακό σάκο
    • αμνιακή κοιλότητα: διπλή πτυχή του εξωδέρματος, της οποίας το εσωτερικό φύλλο αποτελεί το άμνιο, και μέσα της αναπτύσσεται το έμβρυο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]