εξώδερμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξώδερμα τα εξωδέρματα
      γενική του εξωδέρματος των εξωδερμάτων
    αιτιατική το εξώδερμα τα εξωδέρματα
     κλητική εξώδερμα εξωδέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξώδερμα < πρόθημα εξω- + ουσιαστικό δέρμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξώδερμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]