εξω-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξω-

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξω- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐξω- < ελληνιστική κοινή ἐξω- < αρχαία ελληνική ἔξω (επίρρημα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω-

Πρόθημα[επεξεργασία]

εξω- ή εξώ-

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • ξω- (προφορικό, λαϊκότροπο)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]