εξωτερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωτερικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξωτερικός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική extérieur, étranger [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kso.te.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐τε‐ρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξωτερικός, -ή, -ό
- σχετικός με το μέρος μιας επιφάνειας που είναι στραμμένο προς τα έξω
- ↪ οι εξωτερικοί τοίχοι του σπιτιού είναι βαμμένοι με γαλάζιο χρώμα
- που βρίσκεται έξω από ένα συγκεκριμένο χώρο ή όριο ή οργανωμένο σύνολο
- ↪ το σπίτι αυτό έχει μια μικρή εσωτερική αυλή και μια μεγαλύτερη εξωτερική
- ↪ δουλεύει για την εταιρεία Χ ως εξωτερικός συνεργάτης
- υπαίθριος
- ↪ το πλεονέκτημα αυτού του σπιτιού είναι οι μεγάλοι εξωτερικοί χώροι
- που σχετίζεται με άλλες χώρες
- ↪ η εξωτερική πολιτική του κράτους
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εξωτερικός ασθενής
- εξωτερική γωνία: (γεωμετρία) η γωνία τριγώνου που σχηματίζεται από μία πλευρά του και την προέκταση μίας άλλης και είναι συνεπώς παραπληρωματική ως προς την αντίστοιχη εσωτερική γωνία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωτερικός
[επεξεργασία]
- ↑ εξωτερικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)