παραπληρωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπληρωματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
παραπληρωματικός, -ή, -ό
- (γεωμετρία) για γωνίες των οποίων το άθροισμα είναι 180 μοίρες (άθροισμα δύο ορθών γωνιών)
- ο συμπληρωματικός
- ↪ η διάκριση των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι παραπληρωματικού χαρακτήρα στις μεταξύ τους σχέσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπληρωματικός
|