outside
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
outside (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
outside (en)
- έξω
- σε ανοιχτό χώρο, όχι σε στεγασμένο
- έξω από
- police have broken up protests outside the Ministry of Education
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
outside (en)
- η εξωτερική πλευρά ενός πράγματος
- η εξωτερική εμφάνιση ενός πράγματος