outside

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

outside < out + side

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός outside
συγκριτικός more outside
υπερθετικός most outside

outside (en)

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός outside
συγκριτικός more outside
υπερθετικός most outside

outside (en)

  1. έξω, έξω από χώρο ή κτήριο
    I went outside the store. - Βγήκα έξω από το μαγαζί.
    It was sunny so I went outside. - Είχε λιακάδα κι έτσι βγήκα έξω.
     συνώνυμα: out, outdoors
     αντώνυμα: inside
  2. σε ανοιχτό χώρο, όχι σε στεγασμένο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
outside outsides

outside (en)

  1. η εξωτερική πλευρά ενός πράγματος
  2. η εξωτερική εμφάνιση ενός πράγματος

Πρόθεση[επεξεργασία]

outside (en)

  • (συνήθως με of) εκτός (από)
    outside of my office work - εκτός από τη δουλειά μου στο γραφείο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides

Πηγές[επεξεργασία]