side
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
side | sides |
side (en)
- (συνήθως ενικός) η πλευρά, η μεριά, ένα από τα δύο μισά μιας επιφάνειας, ενός αντικειμένου ή μιας περιοχής που διαιρείται με μια νοητή κεντρική γραμμή
- ⮡ We’re on the east side of the city.
- Είμαστε στην ανατολική πλευρά της πόλης.
- ⮡ The hall had two sides with seats and a passageway in the middle.
- Η αίθουσα είχε δύο πλευρές με καθίσματα κι ένα διάδρομο στη μέση.
- ⮡ Grab the cane by the handle, because the other side is dirty.
- Πιάσε το μπαστούνι από τη λαβή, γιατί από την άλλη μεριά είναι λερωμένο.
- ⮡ We’re on the east side of the city.
- (συνήθως ενικός) η πλευρά, η μεριά, θέση ή περιοχή στα αριστερά ή στα δεξιά από κάτι
- ⮡ She crossed the bridge and found herself on the other side of the river.
- Πέρασε τη γέφυρα και βρέθηκε στην άλλη πλευρά του ποταμού.
- ⮡ He went to the other side of the street.
- Πήγε στην άλλη πλευρά του δρόμου.
- ⮡ Something was heard on the other side of the wall.
- Κάτι ακουγόταν από την άλλη μεριά του τοίχου.
- ⮡ She crossed the bridge and found herself on the other side of the river.
- το πλάι, πλαϊνός, η πλευρά, μία από τις επίπεδες επιφάνειες ενός πράγματος που δεν είναι το πάνω ή το κάτω μέρος, μπροστά ή πίσω
- ⮡ There’s a scratch on the side of my car.
- Υπάρχει μια γρατζουνιά στο πλάι του αυτοκινήτου μου.
- ⮡ Put the bottle on its side.
- Βάλε το μπουκάλι στο πλάι του.
- ⮡ Go in through the side door.
- Μπείτε στην πλαϊνή πόρτα.
- ⮡ He escaped through the side door.
- Διέφυγε από την πλαϊνή πόρτα.
- ⮡ The sides of the ship are yellow.
- Τα πλαϊνά του πλοίου είναι κίτρινα.
- ⮡ The right side of the car was destroyed by the collision.
- Η δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου καταστράφηκε από τη σύγκρουση.
- ⮡ There’s a scratch on the side of my car.
- η πλευρά, οποιαδήποτε από τις επίπεδες επιφάνειες ενός πράγματος· συχνά η κατεύθυνση ορίζεται ειδάλλως συνήθως σημαίνει το πλαϊνό τμήμα
- ⮡ The entrance is located on the west side of the building.
- Η είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κτιρίου.
- ⮡ The front side of the apartment building needs painting.
- Η μπροστινή πλευρά της πολυκατοικίας θέλει βάψιμο.
- ⮡ The inner sides of the box were blue.
- Οι εσωτερικές πλευρές του κουτιού ήταν μπλε.
- ⮡ There are drawings on every side of the box.
- Σε κάθε πλευρά του κουτιού υπάρχουν ζωγραφιές.
- ⮡ The entrance is located on the west side of the building.
- η πλευρά, η πλαγιά, η κάθετη ή κεκλιμένη επιφάνεια γύρω από κάτι, αλλά όχι το πάνω ή το κάτω μέρος του
- ⮡ the east/west side of the mountain - η ανατολική/δυτική πλευρά του βουνού
- ⮡ The city was built on the side of the hill.
- Η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του λόφου.
- ⮡ The sides of the mountain were forested/bare/full of greenery/steep.
- Οι πλαγιές του βουνού ήταν δασωμένες/γυμνές/καταπράσινες/απότομες.
- ≈ συνώνυμα: slope
- η άκρη του κάτι, το πλάι του κάτι
- ⮡ He went to the other side of the street.
- Πήγε στην άλλη άκρη του δρόμου.
- ⮡ She sat on the side of the bed.
- Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
- ⮡ The truck driver pulled over to the side of the road.
- Ο φορτηγατζής τράβηξε στο πλάι του δρόμο.
- ⮡ He went to the other side of the street.
- (συνήθως ενικός) το πλευρό, το πλάι, το καθένα από τα πλάγια τμήματα του κορμού των ανθρώπων και των ζώων
- ⮡ I have a cramp in my right side.
- Είναι πιασμένο το δεξί μου πλευρό.
- ⮡ He rolled onto his side and slept.
- Έγειρε στο πλάι και κοιμήθηκε.
- ⮡ I have a cramp in my right side.
- η πλευρά, η όψη, η μεριά, οποιαδήποτε από τις δύο επιφάνειες κάποιου επίπεδου και λεπτού
- ⮡ Write on both sides of the sheet.
- Γράψε και στις δύο πλευρές του φύλλου.
- ⮡ Write on one side of the paper only.
- Γράψε στην μια όψη του χαρτιού μόνον.
- ⮡ He turned the slab to the other side and then saw the inscription.
- Γύρισε την πλάκα από την άλλη μεριά και τότε είδε την επιγραφή.
- ⮡ Write on both sides of the sheet.
- (γεωμετρία) η πλευρά, οποιαδήποτε από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού αντικειμένου
- ⮡ the six sides of a cube - οι έξι πλευρές ενός κύβου
- (γεωμετρία) η πλευρά, οποιαδήποτε από τις γραμμές που σχηματίζουν ένα επίπεδο σχήμα, όπως ένα τετράγωνο ή ένα τρίγωνο
- ⮡ the three sides of a triangle - οι τρεις πλευρές ενός τριγώνου
- -πλευρος, χρησιμοποιείται σε επίθετα για να δηλώσει τον αριθμό ή το είδος των πλευρών
- ⮡ one-sided - μονόπλευρος
- ⮡ four-sided - τετράπλευρος
- ⮡ many-sided - πολύπλευρος
- ⮡ a glass-sided container - δοχείο με γυάλινα τοιχώματα
- (μόνο ενικός) το πλευρό, πλάι, μια θέση πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ Stay close by my side.
- Μείνε κοντά στο πλευρό μου.
- ⮡ Come and sit by my side.
- Έλα και κάθισε πλάι μου.
- ⮡ Stay close by my side.
- η πλευρά, το μέρος, ένα από τα δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες που συμμετέχουν σε μια διαμάχη, πόλεμο κτλ.
- ⮡ Both sides seemed uncompromising/conciliatory in the negotiations.
- Και οι δύο πλευρές φάνηκαν ανυποχώρητες/διαλλακτικές στις διαπραγματεύσεις.
- ⮡ He tried to get us on his side./He tried to get us to take his side.
- Προσπάθησε να μας πάρει με το μέρος του.
- ⮡ We had the element of surprise on our side.
- Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
- ⮡ Whose side are you on?
- Με ποιανού το μέρος είσαι;
- ⮡ Whoever’s not on our side is against us.
- Όποιος δεν είναι με το μέρος μας είναι εναντίον μας.
- ⮡ An arbitrator must not take anyone’s side.
- Ο διαιτητής δεν πρέπει να παίρνει το μέρος κανενός.
- ⮡ You should come over to our side.
- Πρέπει να έρθεις με το μέρος μας.
- ⮡ Both sides seemed uncompromising/conciliatory in the negotiations.
- η πλευρά, το μέρος, μία από τις απόψεις ή τις στάσεις που έχει κάποιος σε μια διαμάχη, μια επιχειρηματική συμφωνία κτλ.
- ⮡ Let the other side’s point of view be heard.
- Ας ακουστεί και η άποψη της άλλης πλευράς.
- ⮡ We heard both sides of the argument.
- Ακούσαμε και τις δύο πλευρές του επιχειρήματος.
- ⮡ Will you keep your side of the deal?
- Θα κρατήσεις τη δική σου πλευρά της συμφωνίας;
- ⮡ Why didn’t you take my side?
- Γιατί δεν πήρες το μέρος μου;
- ⮡ On the plus side, the movie is beautifully shot and edited.
- Στα θετικά, η ταινία είναι όμορφα γυρισμένη και μονταρισμένη.
- ⮡ Let the other side’s point of view be heard.
- η πλευρά, η όψη, η άποψη, ειδικά για μια κατάσταση ή τον χαρακτήρα ενός ατόμου
- ⮡ the comedic/tragic side of the story - η κωμική/τραγική πλευρά της ιστορίας
- ⮡ He sees everything from the bright side.
- Τα βλέπει όλα από την εύθυμη/την ευχάριστη πλευρά.
- ⮡ They consider everything from the ugly/unpleasant side.
- Τα παίρνουν όλα από την άσχημη/τη δυσάρεστη πλευρά.
- ⮡ Every issue has two sides.
- Το κάθε ζήτημα έχει δύο πλευρές.
- ⮡ We’re examining the issue from all sides/from every side.
- Εξετάζουμε το θέμα από όλες τις πλευρές/από κάθε πλευρά.
- ⮡ He showed his good/bad side.
- Έδειξε την καλή/κακή πλευρά του.
- ⮡ She has a nasty side to her.
- Έχει μια άσχημη πλευρά.
- ⮡ There are many sides to the problem.
- Το πρόβλημα έχει πολλές όψεις.
- ⮡ The examined the matter from various sides.
- Εξέτασαν το ζήτημα από διάφορες απόψεις.
- ≈ συνώνυμα: angle
- η ομάδα, η παράταξη
- ⮡ We’re on the same side.
- Είμαστε στην ίδια παράταξη.
- ⮡ I’m on the winning side/on the losing side.
- Είμαι με τους κερδισμένους/με τους χαμένους.
- ⮡ We’re on the same side.
- (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) το συνοδευτικό, το συνοδευτικό πιάτο, φαγητό που συνοδεύει το κύριο πιάτο σε ένα γεύμα
- η μεριά, το τμήμα της οικογένειάς μου στο οποίο ανήκουν άνθρωποι που έχουν σχέση είτε με τη μητέρα μου είτε με τον πατέρα μου
- ⮡ We are relatives on my father’s side.
- Είμαστε συγγενείς από τη μεριά του πατέρα μου.
- ⮡ We are relatives on my father’s side.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]side (en)
- → δείτε το phrasal verb side with
Πηγές
[επεξεργασία]- side (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- side (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]side (da)
- η σελίδα
Δυτικά φριζικά (fy)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]side (fy)