Μετάβαση στο περιεχόμενο

μετάξι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετάξι τα μετάξια
      γενική του μεταξιού των μεταξιών
    αιτιατική το μετάξι τα μετάξια
     κλητική μετάξι μετάξια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετάξι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μετάξιον, υποκοριστικό του μέταξα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /meˈta.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετάξι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μετάξι ουδέτερο

  1. ιξώδης ουσία με μεγάλη αντοχή και λεπτή, λεία και απαλή υφή που εκκρίνεται σε ινώδη μορφή από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα
    παράδειγμα  τον Ιούνιο μαζεύουν το μετάξι
  2. (συνεκδοχικά) η κλωστή που κατασκευάζεται από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στην υφαντουργία
    παράδειγμα  η κλωστοϋφαντουργία μας χρησιμοποιεί μετάξι ως πρώτη ύλη
  3. (συνεκδοχικά) το ύφασμα που παράγεται από κλωστή μεταξιού, το μεταξωτό
    παράδειγμα  το φόρεμά της είναι φτιαγμένο από μετάξι, γι' αυτό γυαλίζει τόσο
  4. (μεταφορικά) καθετί με απαλή υφή και λάμψη σαν το μετάξι
    παράδειγμα  δέρμα σαν μετάξι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ο δρόμος του μεταξιού: η ιστορική εμπορική διαδρομή που ακολουθούσαν οι έμποροι και εισαγωγείς αγαθών και ιδεών από την Κίνα στην Ευρώπη κι αντίστροφα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]