μετάξι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μετάξι | τα | μετάξια |
γενική | του | μεταξιού | των | μεταξιών |
αιτιατική | το | μετάξι | τα | μετάξια |
κλητική | μετάξι | μετάξια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετάξι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μετάξιον, υποκοριστικό του μέταξα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /meˈta.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τά‐ξι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετάξι ουδέτερο
- ιξώδης ουσία με μεγάλη αντοχή και λεπτή, λεία και απαλή υφή που εκκρίνεται σε ινώδη μορφή από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα
- ↪ τον Ιούνιο μαζεύουν το μετάξι
- (συνεκδοχικά) η κλωστή που κατασκευάζεται από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στην υφαντουργία
- ↪ η κλωστοϋφαντουργία μας χρησιμοποιεί μετάξι ως πρώτη ύλη
- (συνεκδοχικά) το ύφασμα που παράγεται από κλωστή μεταξιού, το μεταξωτό
- ↪ το φόρεμά της είναι φτιαγμένο από μετάξι, γι' αυτό γυαλίζει τόσο
- (μεταφορικά) καθετί με απαλή υφή και λάμψη σαν το μετάξι
- ↪ δέρμα σαν μετάξι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ο δρόμος του μεταξιού: η ιστορική εμπορική διαδρομή που ακολουθούσαν οι έμποροι και εισαγωγείς αγαθών και ιδεών από την Κίνα στην Ευρώπη κι αντίστροφα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετάξι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)