μεταξοϋφαντουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μεταξοϋφαντουργός οι μεταξοϋφαντουργοί
      γενική του/της μεταξοϋφαντουργού των μεταξοϋφαντουργών
    αιτιατική τον/τη μεταξοϋφαντουργό τους/τις μεταξοϋφαντουργούς
     κλητική μεταξοϋφαντουργέ μεταξοϋφαντουργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταξοϋφαντουργός < μέταξ(α) + -ο- + υφαντουργός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ta.kso.i.fan.duɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐ξο‐ϋ‐φα‐ντουρ‐γός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταξοϋφαντουργός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μέταξα και έργο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • «μεταξοϋφαντουργία (& μεταξοϋφαντουργός)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)