μεταξοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεταξοειδής | η | μεταξοειδής | το | μεταξοειδές |
γενική | του | μεταξοειδούς* | της | μεταξοειδούς | του | μεταξοειδούς |
αιτιατική | τον | μεταξοειδή | τη | μεταξοειδή | το | μεταξοειδές |
κλητική | μεταξοειδή(ς) | μεταξοειδής | μεταξοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεταξοειδείς | οι | μεταξοειδείς | τα | μεταξοειδή |
γενική | των | μεταξοειδών | των | μεταξοειδών | των | μεταξοειδών |
αιτιατική | τους | μεταξοειδείς | τις | μεταξοειδείς | τα | μεταξοειδή |
κλητική | μεταξοειδείς | μεταξοειδείς | μεταξοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μεταξοειδής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταξοειδής
|