inside
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | inside |
συγκριτικός | more inside |
υπερθετικός | most inside |
inside (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | inside |
συγκριτικός | more inside |
υπερθετικός | most inside |
inside (en)
- μέσα, στο εσωτερικό μέρος του κάτι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inside | insides |
inside (en)
- το εσωτερικό
Πρόθεση[επεξεργασία]
inside (en) (και inside of)
- μέσα (σε), στο εσωτερικό μέρος του κάτι