Μετάβαση στο περιεχόμενο

internal

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

internal (en)

  1. εσωτερικός
      The internal surface of the pan is hot
    Η εσωτερική επιφάνεια του τηγανιού είναι ζεστή
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη inside
     αντώνυμα: external