inner
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | inner |
συγκριτικός | innermore |
υπερθετικός | innermost |
Επίθετο
[επεξεργασία]inner (en)
- εσωτερικός, που βρίσκεται προς τα μέσα
- εσωτερικός, για συναισθήματα και σκέψεις που είναι ιδιωτικές και μυστικές
- ⮡ The artist feels an inner desire to express himself.
- Ο καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί.
- ⮡ The artist feels an inner desire to express himself.
Παράγωγα
[επεξεργασία]- (βάσεις δεδομένων) inner join