Μετάβαση στο περιεχόμενο

inner

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός inner
συγκριτικός innermore
υπερθετικός innermost

Επίθετο

[επεξεργασία]

inner (en)

  1. εσωτερικός, που βρίσκεται προς τα μέσα
      The inner sides of the box were blue.
    Οι εσωτερικές πλευρές του κουτιού ήταν μπλε.
      The core is the innermost part of the Earth’s sphere.
    Ο πυρήνας είναι το εσώτατο τμήμα της γήινης σφαίρας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη inside
     αντώνυμα: outer
  2. εσωτερικός, για συναισθήματα και σκέψεις που είναι ιδιωτικές και μυστικές
      The artist feels an inner desire to express himself.
    Ο καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]