στάθμευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάθμευση | οι | σταθμεύσεις |
γενική | της | στάθμευσης* | των | σταθμεύσεων |
αιτιατική | τη | στάθμευση | τις | σταθμεύσεις |
κλητική | στάθμευση | σταθμεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταθμεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στάθμευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάθμευση θηλυκό